Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

τῶν ἀδήλων

См. также в других словарях:

  • προκαθίστημι — Α [καθίστημι] 1. τοποθετώ, διορίζω εκ τών προτέρων («ἄρχειν αὐτὸν τῶν σωματοφυλάκων... προκαταστήσας», Δίων Κάσα) 2. (μέσ. με ενεργ. σημ.) προκαθίσταμαι α) παρασκευάζω, τακτοποιώ εκ τών προτέρων («οὕτω προκαταστησάμενον τὸν λόγον», Δίον. Αλ.) β)… …   Dictionary of Greek

  • ακαταληψία — η (Α ἀκαταληψία) [ἀκατάληπτος] 1. αδυναμία ή ανικανότητα για κατανόηση, για βέβαιη γνώση «τῶν ἀδήλων ἀκαταληψία» (Σέξτ. Εμπ. Πυρρών. 1, 236), «εἴδησις... τῆς θείας οὐσίας ἡ αἴσθησις αὐτοῡ τῆς ἀκαταληψίας» (Μ. Βασίλ. Επ. 234.2), «τὴν ἀγνωσίαν διὰ… …   Dictionary of Greek

  • επιφημίζω — ἐπιφημίζω (AM) μσν. επευφημώ, ζητωκραυγάζω 2. διαδίδω φήμες 3. ανακηρύσσω με βοή αρχ. 1. προφέρω δυσοίωνες λέξεις για το μέλλον, προφητεύω κακά («ἰόντος αὐτοῡ ἐπὶ τὴν πεντηκόντερον ἐπεφημίζετο», Ηρόδ.) 2. υπόσχομαι, δίνω τον λόγο μου («κείνω… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Οικονομία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΗΣ ΝΕΟΤΕΡΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ Η περίοδος 1830 1992 Η Επανάσταση του 1821 οδήγησε στην επίσημη ίδρυση του νεοελληνικού κράτους, το 1830, κατόπιν της επέμβασης των Προστάτιδων Δυνάμεων (Αγγλίας, Γαλλίας, Ρωσίας). Η χώρα τότε περιελάμβανε την… …   Dictionary of Greek

  • ισοζύγιο πληρωμών — Οι χρηματοοικονομικές ροές μίας χώρας με το εξωτερικό σε μία ορισμένη χρονική περίοδο (συνήθως το έτος). Το ι.π. διαρθρώνεται σε διαδοχικά επίπεδα και είναι εξ ορισμού ισοσκελισμένο. Οι όποιες αποκλίσεις παρουσιάζονται στην πράξη είναι προϊόν… …   Dictionary of Greek

  • επίκουρος — (Σάμος ή Αθήνα 341 π.Χ. – Αθήνα 270 π.Χ.). Φιλόσοφος. Παρακολούθησε τη διδασκαλία του πλατωνικού Παμφίλου, του Ξενοκράτη, του περιπατητικού Πραξιφάνη, ύστερα του Ναυσιφάνη, μαθητή του Δημόκριτου, και του Πύρρωνα, κάθε φορά ανάλογα με τον τόπο… …   Dictionary of Greek

  • παρεμπόρευμα — εύματος, το, ΝΑ [παρεμπορεύομαι] νεοελλ. ναυτ. μικρής ποσότητας και αξίας εμπόρευμα, το οποίο μεταφέρεται με τη φροντίδα αξιωματικών ή ανδρών τού πληρώματος, χωρίς να καταβληθεί ναύλος ή να γίνει σχετική εγγραφή και το οποίο αποτελεί πηγή άδηλων… …   Dictionary of Greek

  • προφητεία — η, ΝΜΑ [προφητεύω] 1. το να προφητεύει κανείς, το να προλέγει τα μέλλοντα με θεία έμπνευση (α. «είχε το χάρισμα τής προφητείας» β. «διδασκαλίαν ὡς προφητείαν ἐκχεῶ», ΠΔ. γ. «χάρισμα δ οἶδα πνεύματος θείαν δόσιν. κήρυγμ ἀδήλων τὴν προφητείαν λέγω» …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»